Κυριακή 10 Μαΐου 2009

Σχετικά με την επίμαχη έκθεση «Bodies» στο Γκάζι
και τους λόγους που αυτή έγινε δυνατή και μάλιστα πετυχαίνει μεγάλη προσέλευση.


Σίγουρα δεν θα περίμενε κανείς ότι κάποιοι ιθύνοντες, κρατώντας μια τίμια στάση, θα πρόβαλλαν αντίσταση ή και θα αρνούνταν την άδεια σε μια τέτοια έκθεση για κάποιους λόγους ηθικής τάξεως. Όπως και η υπόλοιπη κοινωνία, έτσι και αυτοί χαρακτηρίζονται από δέος και υποτέλεια για ό,τι ακούγεται μοντέρνο, πρωτοποριακό, πληροφοριακό, αισθητικά και τεχνικά άρτιο. Επιπλέον, οι συγκεκριμένοι ιθύνοντες χαρακτηρίζονται από πολιτική δειλία και ευθυνοφοβία, αμηχανία και, στη χειρότερη περίπτωση, κυνισμό.
Από την άλλη μεριά οι επισκέπτες, στη μεγάλη τους πλειοψηφία υποθέτω, είναι οι άνθρωποι που νοιώθουν πιεστική ανάγκη για συμπόρευση με το πρωτόκολλο των must συν αυτό το «ήπιο πάθος» για οτιδήποτε έχει κάτι να κάνει με τέχνη και επιστήμη.
Παραέξω υπάρχει η ευρύτερη κοινωνία, η οποία αν και δεν καλοβλέπει αυτή την έκθεση, ζει μέσα στην πολυδιάσταση, «μεσ’ στις πολλές έννοιες», στη χαλάρωση της συντηρητικής παράδοσης και μέσα σ’ αυτή την ανοχή βάθους που κυβερνά τον κόσμο και κάνει αποδεκτό το κάθε τι καθιστώντας το «θέμα επιλογής».
Μια σύντομη συζήτηση με επισκέπτες της, ή όσους παρ’ όλες τις αμφιβολίες τους θα ήθελαν να την δουν, φέρνει σαν πρώτο κίνητρο την περιέργεια. Την περιέργεια για το σώμα: αυτόν τον «άλλο», το σώμα που έγινε ένας ξένος, ένας συνέταιρος ή, λ.χ. σε περίπτωση αρρώστιας, ένας ενοχλητικός συγκάτοικος. Το σώμα που μας γίνεται παρόν σε στιγμές έρωτα, άθλησης, αρρώστιας ή μιας ξαφνικής έντονης σωματικής προσπάθειας και που όλο το υπόλοιπο καιρό απουσιάζει και μυθοποιείται μέσα από γυμναστικές, σπορ, δίαιτες και μόδες.
Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς τους παππούδες μας, παλιούς χειρώνακτες, να συνωστίζονται σ’ ένα τέτοιο γεγονός, αφού εκείνοι, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από μας, ήταν το σώμα τους; Ας αφήσουμε ότι θα είχαν κάποιες βάσιμες αμφιβολίες για την ποιότητα και τη νομιμότητα του εγχειρήματος. Και επιπλέον διατηρούσαν τα μυαλά τους. Άλλωστε ήταν μακρινή ακόμα η εποχή που οι λέξεις «νοσηρότητα» και «διαστροφή» θα έχαναν το νόημά τους όπως και τόσες άλλες.
Έχουμε λοιπόν μια σειρά από σώματα, νεκρά και «ανοιχτά», στην ιδανική μορφή δηλαδή, για να παραδοθούν στο φιλοπερίεργο βλέμμα, κι εδώ η ηδονοβλεπτική διάθεση προς το αποξενωμένο σώμα συναντιέται με την (λαθραία και αγορασμένη) κλεφτή ματιά προς τον θάνατο: αυτός ο οποίος κατέστη το κρυφό γεγονός και κηρύχθηκε «ανεπιθύμητος» μια persona non grata στον σύγχρονο κόσμο.
Εδώ χρειάζεται μια διευκρίνιση γιατί το θέμα είναι λεπτό. Ο άνθρωπος πάντα απέκρυπτε το πρόσωπο του θανάτου, ρίχνοντας, για παράδειγμα, ένα σεντόνι στο πρόσωπο του νεκρού γιατί η στιγμή ήταν τρομερή και αφόρητη, αλλά αποδεχόταν καλύτερα τον θάνατο σαν γεγονός.
Αυτή η απόκρυψη λοιπόν του γεγονότος του θανάτου είναι απαραίτητη σε μια κοινωνία που βασίστηκε στην οργανωμένη ξενοιασιά για να μπορεί να είναι αβαθής και απεριόριστα καταναλωτική, δηλαδή μια κοινωνία χαζοχαρούμενη.
Φυσικά ό,τι «ξεχάστηκε» ό,τι απωθήθηκε στην περιφέρεια επιστρέφει για να εμφανιστεί παντοδύναμο στο κέντρο. Ο θάνατος μάς συστήνεται ξανά μέσα από την έξαρση των νευρώσεων, το μπουμ των αντικαταθλιπτικών και τις συλλογικές φοβίες παρά τις υγιεινιστικές μανίες που εξαπλώνονται παντού για να τον αποκλείσουν.
Και κρύψιμο του θανάτου δεν είναι μόνο ότι στα σύγχρονα σπίτια ούτε γεννιέται ούτε πια κανείς πεθαίνει (πράγμα που σημαίνει ότι οι δύο σημαντικότερες στιγμές της ζωής, η είσοδος σ’ αυτήν και η έξοδος έχουν ιατρικοποιηθεί και παραχωρηθεί στα νοσοκομεία), είναι ακόμα η παρακμή, η απαξίωση και το «ξεπέρασμα του πένθους» σαν μια λυτρωτική λειτουργία επιστροφής στη ζωή. Και τί άλλο μπορεί να δηλώνει αυτό παρά το ότι και η ζωή η ίδια αποτελεί στόχο αποκλεισμού όπως δείχνει η συστηματική αποστείρωση, η οποία, όπου εμφανίζεται, σημειώνει το τελευταίο όριο επέκτασης του Δυτικού Κόσμου.
Μια, δυο ακόμα παρατηρήσεις: Μου φαίνεται ότι αυτή η έκθεση παίζοντας με δύο θέματα που γίνονται ολοένα και περισσότερο ταμπού σήμερα, δηλαδή το σώμα και ο θάνατος, έχει από τη φύση της σαν στόχο να συγκινήσει αυτούς που δεν συγκινούνται με τίποτα. Κι απ’ ό,τι φαίνεται υπάρχουν πολλοί.
Επίσης, το γεγονός ότι σώματα από τη «μακρινή» και πληβειακή Κίνα εκτίθενται εδώ και όχι κάποιοι Ευρωπαίοι ή και Έλληνες, οπότε το πράγμα θα γινόταν όντως σκανδαλώδες, οδηγεί σε μια ακόμα δυσοίωνη διαπίστωση για τη Δημοκρατία μας.
Αγαπητοί φίλοι, θελήσαμε εμείς, μια μικρή ομάδα που συγκροτήθηκε σ’ ένα «εργαστήριο ιδεών που τίθενται αμέσως σε εφαρμογή» να γίνουμε ένας αντίλογος στη συγκεκριμένη έκθεση. Θελήσαμε να βάλουμε το θέμα στην κοινωνία. Να το καταστήσουμε δημόσιο. Όπως περιμέναμε, η ανταπόκριση υπήρξε ασθενής παρά τα επιχειρήματά μας. Οι τάσεις είναι ισχυρές. Κάποιοι μας χαρακτήρισαν ρομαντικούς. Όχι άσχημα. Πάντα οι ρομαντικοί τάσσονταν με «μια χαμένη υπόθεση» αρκεί να τους φαινόταν η σωστή υπόθεση. Νομίζω όμως ότι περισσότερο απ’ αυτό είμαστε νοσταλγοί. Νοσταλγοί μιας κοινωνίας αξιών, μιας κοινωνίας που θέλει και μπορεί να «συσταθεί εν σώματι» να σκέφτεται και να αποφασίζει. Για μια ακόμα φορά το θέμα υπήρξε πολιτικό.

Βασίλης Ηλιακόπουλος

1 σχόλιο:

  1. Δεν θα ειχα να προσθεσω τιποτε αλλο αγαπητε. Δυστηχως αυτο που περιεγραψες στο κειμενο αγγιζει την πραγματικοτητα μας

    ΑπάντησηΔιαγραφή